- ντισκοτέκ
- discothèque
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ντισκοτέκ — η άκλ. 1. δισκοθήκη 2. μουσικοχορευτικό κέντρο, κέντρο όπου ακούει κανείς δίσκους μουσικής και χορεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. discotheque < δίσκος + θήκη] … Dictionary of Greek
ντισκοτέκ — η (λ. αγγλ.), χώρος στον οποίο μπορεί κανείς ν’ ακούσει μουσική και να χορέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντίσκο — η μουσ. 1. είδος αμερικανικής χορευτικής μουσικής 2. ντισκοτέκ. [ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. τού γαλλ. discotheque (βλ. λ. ντισκοτέκ)] … Dictionary of Greek
ντισκτζόκεϋ — ο, η αυτός που επιλέγει δίσκους σε ντισκοτέκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. disc jockey] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek